δῐχῇ
• Alolema(s): διχεῖ Maier, GMBI 19.8 (Eleusis IV a.C.); διχῆ Hp.VC 13, Plu.2.442a, Aristid.Or.37.13
adv.
1 en dos partes
†διχῇ† δ' ἀντίπορον γαῖανA.Supp.544,
ἐπανατάμνων τὸν κύκλον δ.Hp.l.c.,
φλέβες ... δ. ... σχίζονταιHp.Oss.4,
τόπους ... διειληφότας δ.Pl.Ti.62c,
ποδῶν ἕκαστος ... δ. διῄρηταιArist.HA 503a23, cf. Thphr.HP 6.6.2, D.S.19.4, I.BI 5.356, Plu.Crass.21, Aristid.Or.37.15, Plot.4.3.29, 6.1.17,
ἔνθα δ. ... σχιζόμενοςel río Istro, A.R.4.289, cf. Paus.10.28.4,
τόν τε οὐρανὸν ... δ. διανείμαντεςPh.2.189, cf. I.AI 17.318,
τῶν δὲ πολεμίων ... παραταξαμένων οὐχ ὁμοῦ, δ. δέI.AI 7.123,
δ. μερίζεσθαιPlu.2.442a,
(διατείχισμα) ὃ τὴν νῆσον δ. τέμνειD.C.76.12.1, cf. Aristid.Quint.96.6.
2 de dos maneras
ἐπονομασθῆναι ... δ.Pl.R.445d,
δ. τὴν μίαν ἀποτελῶν δύναμιν ἢ μοναχῇ ...;Pl.Lg.720e,
δεῖ δὴ πολλὴν καὶ δ. τὴν βοήθειαν εἶναιD.1.18, cf. 17,
εὐδαιμονίαν δ. νοεῖσθαιEpicur.[1] 121a,
δ. ... τούτων ἑκατέρῳ προσηνέχθηAristid.Or.37.13.