< διχομηνιαία
δῐχόμηνις >
δῐχομηνιάς
,
-άδος, ἡ
día intermedio del mes
,
plenilunio
οὐδέ τιν' ἐσθλὴν παιδὶ δαημοσύνην δ. ἐντύνειεν
Max.454.