< δικηλής
δίκηλον >
δῐκηλιστής
,
-οῦ, ὁ
• Alolema(s):
δεικ-
Hsch.
mimo
,
histrión
en la comedia lacon., Sosib.7, Ath.621e, f, Sch.A.R.1.1.745-6a, cf. δεικηλίκτας.