δᾰπᾰνάω
1 gastar dinero, bienes, c. ac. int. o adverb.
μηδὲν δαπανῶνThgn.913, cf. AP 11.397 (Lucill.),
πολλάGorg.B 11a.5,
πολλὰ ... εἰς βλαβερὰς ἡδονάςX.Mem.1.3.11,
δ. τὰ προσταττόμεναhacer los gastos reglamentarios And.4.42,
πολὺ πλείωTheopomp.Hist.113,
δ. αὐτὰ ἐν Ἱεροσολύμοιςgastarlo (el diezmo) en Jerusalén LXX To.1.7,
πάνταEu.Luc.15.44,
ὅλον τὸν χ]αλκὸν ... εἰς αὐτόBGU 814.7 (III d.C.),
τἀναλώματα πάντα ἐκ τῶν ἰδίωνD.21.154 (cód.),
μεγάλην δαπάνη<ν>BGU 424.7 (II/III d.C.), en v. pas.
κόσα οἰκὸς ἄλλα (τάλαντα) δεδαπανῆσθαί ἐστι;Hdt.2.125,
τὰ λαμβανόμενα καὶ δαπανώμεναlos ingresos y los gastos Arist.Pol.1314b5,
τὸ δαπανηθὲν ἀνάλωμαel gasto realizado, PFlor.334.9 (II d.C.),
τὰ δεδαπανημένα ὑπ' ἐμοῦPLond.1173.14 (II d.C.)
•en v. med.-pas. mismo sent.
τοσαύτας δαπάνας δαπανώμενοςLys.21.3, cf. Hdt.2.37,
ὅσ' εἰς ... τὸν πρὸ τοῦ πόλεμον δεδαπάνησθεD.1.27, cf. Isoc.18.63,
δαπανηθεὶς οὐδένsin gastar nada Is.5.43,
οἱ ... μεγάλα δαπανώμενοιAnd.4.32, cf. Lys.33.5
•abs.
οὐ βουλόμενοι δαπανᾶνTh.7.29, c. giro prep.
εἰς τοιαῦταTh.8.45, cf. OGI 59.15 (III a.C.), Plu.Arat.19, Philostr.VS 605,
δ. ἐκ τῶν αὑτοῦgastar del propio peculio Is.7.38,
ἐν ταῖς ἡδοναῖς ὑμῶνEp.Iac.4.3,
ἐπ' αὐτοῖςAct.Ap.21.24,
περὶ τοὺς ... κληρικοὺς ἢ οἰκέταςCod.Iust.1.3.42, cf. Iust.Nou.59.2,
ὑπὲρ τὴν οὐσίανpor encima de las posibilidades Diph.31.7,
ὑπὲρ τῶν ψυχῶν ὑμῶν2Ep.Cor.12.15,
πρὸς ἄλλα τούτων ἀναγκαιότερα δ.hacer frente a gastos más necesarios que éstos Luc.Merc.Cond.20.
2 de otras cosas gastar, consumir, agotar
βούλεται ἡ φύσις δ. τὸν θορὸν πρὸς τὸ συναύξειν τὰ ᾠάArist.GA 757a25, cf. Vett.Val.330.14,
δ. χρόνον ... εἰς τὴν ... τρυφήνconsumir tiempo para el lujo Onas.1.5,
ἡμέραςPGen.76.19 (III/IV d.C.), de alimentos
(πάντα) δ.LXX Iu.11.12, tb. en v. pas. Arist.GA 745a13, Plu.2.641a, App.Pun.130, Vett.Val.360.28, 29,
δαπανωμένου τοῦ ἐπιπέδου ἐγγραφήσεσθαί τι πολύγωνον ... ἐν τῷ κύκλῳSimp.in Ph.55.6
•consumir, destruir
φλὸξ ... δαπανῶσα πάνταPh.2.208,
ἄνεμος αὐτὴν (πόλιν) ἐδαπάνησενApp.BC 1.94
•fig.
ἡ ἐπιθυμία ἡ πονηρὰ ... δαπανᾷ τοὺς ἀνθρώπουςHerm.Mand.12.1.2
•en v. med. mismo sent.
πυρὶ καὶ φόνῳ καὶ σιδήρῳ πάντα δ.destruir todo a fuego, sangre y hierro Eun.Hist.72.4
•en v. pas., de pers. ser destruido, ser destrozado o aniquilado
πρὸς θηρίωνpor las fieras App.BC 5.79,
ἐν ταρτάροις καὶ βαράθροιςD.H.4.81,
ὑπὸ ... νόσου δαπανώμενονPlu.Galb.17, cf. Lib.Or.55.27, de cosas
τῆς τροφῆς ... πάσης εἰς αὐτὰ δαπανωμένηςPlu.2.641a,
δαπανωμένης τῆς θυσίαςmientras se consumía el sacrificio (por el fuego), LXX 2Ma.1.23,
αἱ δεδαπανημέναι ἡμῶν καρδίαι τῷ θανάτῳEp.Barn.14.5b,
ἡ σὰρξ δαπανᾶταιSteph.in Hp.Progn.134.32
•arruinar, dejar sin recursos
τὴν πόλινTh.4.3.