< Δαμαλήτης
δᾰμᾰλίζομαι >
δᾰμᾰληφάγος
,
-ον
• Prosodia:
[-φᾰ-]
devorador de terneras
Ἀλκείδα δαμαληφάγε
AP
9.237 (Eryc.).