δύστηκτος, -ον


que se funde o derrite con dificultad, insoluble en fisiol. ref. órganos y partes del cuerpo τὰ γεγυμνασμένα Hp.Alim.51, gener. como cualidad unida a σκληρός: τὰ σπέρματα ref. granos de trigo, Plu.2.701b, πιμελή Gal.3.812, σάρκες Gal.10.733, cf. 6.784, junto a ξηρός: τὸ μίσυ Gal.12.229, ὁ ἀὴρ ... τὰ δύστηκτα καὶ πεπηγότα μόρια τῆς χιόνος διέλυσε Olymp.in Mete.181.22.