< δύσποτμος
δύσπους >
δύσποτος
,
-ον
imbebible
,
malo para beber
πῶμα
de la sangre de Orestes
, A.
Eu
.266
•
no potable
τὸ φρεατιαῖον (ὕδωρ)
Ps.Caes.77.8.