δύσπλυτος, -ον


difícil de limpiar una mancha δύσπλυτα ἐμμένει Hp.Mul.2.122, λάχανα Hsch.s.u. δυσβράκανον
fig. del pecado ὁ δ. τῆς ἁμαρτίας ... ῥύπος Amph.Or.4.200.