< δυσνύμφευτος
δύσξενος >
δύσνυμφος
,
-ον
• Morfología:
[fem. -α E.
Tr
.144]
mal casado
,
de boda funesta
νύμφα
E.
IT
216,
κόραι
E.l.c., cf.
Orac.Sib
.11.285,
Θεσσαλίη
Orac.Sib
.7.56.