δύσμᾰχος, -ον
1 difícil de combatir
δυσμαχώτατον τέραςA.Pr.921,
θυμόςE.Hec.1055, cf. Pl.Lg.863b,
Ἔρως, πάντων δυσμαχώτατος θεόςE.Fr.430.3,
πάντων δυσμαχώτατον γυνήE.Fr.544, cf. 429.3,
τὸ πλῆθοςE.Hec.884,
ἄγραIG 13.1163.38 (V a.C.),
τοῦθ' ὃ δυσμαχώτατόν ἐστι τῶν Φιλίππου πραγμάτωνD.1.4,
νεότης ... κακὸν δ.Ph.2.574,
ἄρκτων γένηLib.Ep.1399.5
•milit. de los lacedemonios, X.HG 4.2.12, de los romanos, Plb.15.15.8, de los galaicos, Str.3.3.2, gener. X.Eq.Mag.8.18
•del diablo astuto, pérfido
δύσμαχε, πῶς φάος ἦλθες, ἐὼν ζόφος;Gr.Naz.M.37.1398
•difícil de conquistar
δ. τοῖς ἐπιβουλεύουσινdel Nilo, Isoc.11.13,
τὸ γὰρ δυσμαχώτερον, περισπουδαστότερονGr.Naz.M.36.345A
•difícil de persuadir
ἀπειρήτων νόος ἀνδρῶν δ.Opp.H.1.220
•simpl. difícil, que ofrece resistencia c. inf.
ὀνείδη ... δύσμαχα δ' ἐστι κρῖναιson ultrajes que ofrecen resistencia a ser juzgados A.A.1561.
2 que lucha en vano de Aura perseguida por Némesis, Nonn.D.48.452.