< δυσμετρικός
δυσμεύω >
δύσμετρος
,
-ον
métr.
difícil de medir
neutr. subst. τὸ δ.
la dificultad de medida
τὸ δ. τοῦ διτροχαίου ποδός
Eust.474.14.