< δύσλεκτος
δυσλεπής >
δύσλεκτρος
,
-ον
de lecho infame
δύσλεκτρα καὶ κακόνυμφα (ἁμιλλήμαθ') glos. a ἄλεκτρ' ἄνυμφα
Sch.S.
El
.492P.