δύσκολος, -ον
I de pers.
1 malhumorado, irritable
σὺ ... χαλεπὸς ὢν καὶ δ.Ar.V.942,
τὸ ὑίδιονAr.V.1356,
δικαστήςAr.Pax 349,
χρῆσταιAr.Nu.240, cf. Eq.42, Lys.1030, Plu.2.767c, Hierocl.Facet.183,
κοὐ δύσκολ', ἀλλὰ πρᾶοAr.Th.1211,
ἐν ... τῇ συνουσίᾳ δύσκολοιX.Cyr.2.2.2,
ἀηδὴς δύσερίς τις καὶ δ.Arist.EN 1108a30,
δ. εἰμί τις ἄνθρωποςD.6.30,
οὐδείς ἐστιν οὕτω δ. τὴν φύσινAeschin.3.59,
ἄνθρωποι ... δύσκολοι γίνονται πρὸς τοὺς φίλουςPlb.32.11.8,
δύσκολε δαίμωνprob. ref. Hades IUrb.Rom.1481 (imper.),
οἱ πικροὶ ... καὶ δύσκολοιPlu.2.463a, cf. Phld.Elect.10.19, D.Chr.33.15, Philostr.VS 508
•neutr. adv.
δυσκολώτερον ... διακεῖσθαιestar de peor humor Pl.Phd.84e, cf. Isoc.19.26,
μή τις [ἀπ]αντήσῃ ... δύσκολονPhld.Sign.21.35;
Δύσκολοςtít. de una comedia de Menandro, Ath.146e, de Mnesímaco, Ath.359c
•por meton.
δ. ψυχὴ καὶ ἀγρίαref. al carácter, Pl.Lg.649e, cf. Ph.1.384,
ἡ μὲν τρυφὴ δύσκολα καὶ ἀκράχολα ... τὰ τῶν νέων ἤθη ἀπεργάζεταιPl.Lg.791d
•tb. de anim.
οὐδὲ ἡμῶν ζῷον ... δυσκολώτερονningún animal es más irritable que nosotras dicen las avispas, Ar.V.1105, cf. Pl.Tht.174d
•neutr. subst. τὸ δ. el mal humor Pl.Lg.791c.
2 difícil de satisfacer en rel. a la comida
ὁ δ., ὅς ἐστι δυσάρεστος καὶ σικχόςAth.262a.
II de abstr. y cosas
1 desagradable, enojoso
τὸ γῆραςE.Ba.1251,
βίοςAr.Pl.263,
χαλεπὴ δὴ καὶ δ. ... ἡ περὶ ἡμᾶς ἡνιόχησιςPl.Phdr.246b,
πυρετοίHp.Coac.38,
εἴ τι δ. πέπρακται Θηβαίοις πρὸς ἡμᾶςD.18.176,
τὰ γεγονότα ... δύσκολα τοῖς ἝλλησινPlb.27.10.3,
πόνοςPh.1.255,
πράγματαDiog.Oen.40.4,
οὐδὲν δ. ἔνι ἐπὶ τῆς οἰκίας σουPOxy.1218.5 (III d.C.)
•neutr. plu. subst.
τὰ δύσκολαlas molestias Arr.Epict.4.4.37.
2 difícil, problemático
τοῦτ'Ar.Ra.805,
περιστάντων τῇ πόλει καιρῶν δυσκόλωνIG 22.682.33 (III a.C.),
σειτωνήσ[αν]τα ἐν καιρῷ δυσκόλῳTAM 5.942.8 (Tiatira, imper.), cf. IStratonikeia 16.14 (II/III d.C.),
τὰ δύσκολα (κατὰ τὴν ἐκφοράν)los sonidos difíciles de pronunciar op. ῥᾴδιος Phld.Po.A 24.11,
ἄπορον καὶ δύσκολον ... τὸ πέλαγοςD.Chr.5.9,
ἐνέργεια ... ἐλλιπὴς ... καὶ δ.Aristid.Quint.104.11
•c. suj. inf.
ψυχὰς ἐξ ἀθυμίας ἰάσασθαι ... δυσκολώτερον ἢ ... θεραπεῦσαι νόσονOnas.1.15,
δύσκολον ἦν μοι ἐντυχ[εῖν τ]ῷ Αὐτ[οκράτοριIManisa 523.51 (II d.C.), cf. Eu.Marc.10.24,
ἦν ... δύσκολον ἐξελεῖν τῆς διανοίας κρίσινera difícil sacar de su mente una resolución I.AI 6.43, cf. D.Chr.38.4, Vett.Val.337.23
•neutr. subst. dificultad
ἔχει τι δ.tiene alguna dificultad Hp.Coac.205, 328,
ἄν τι δ. συμβῇD.18.190,
πολλὰ δύσκολα εὕροις ἄνMen.Fr.91,
μάχεσθαι τοῖς δυσκόλοιςluchar contra las dificultades I.BI 6.36
•c. inf. determinante difícil de
οὐχ ... ἡ γεωργία δ. ἐστὶ μαθεῖνla agricultura no es difícil de aprender X.Oec.15.10
•esp. en lóg. difícil de explicar
τὸ ἁπλῶς ἀληθεύειν ἢ ψεύδεσθαι, δύσκολον φαίνεταιArist.SE 180b5,
ἀμφοτέρως δὲ δύσκολονArist.Metaph.1001b1.
III adv. -ως
1 malhumoradamente δ. ἔχειν o διακεῖσθαι estar receloso o malhumorado
τότε δ. εἶχονI.AI 4.87,
δ. οὕτως ἡμῖν συναντῶσινSB 9920b.2 (III a.C.)
•c. πρός y ac. de pers. estar receloso o malhumorado con
τῶν τὴν νῆσον οἰκούντων δ. πρὸς ἡμᾶς διακειμένωνIsoc.3.33,
δ. τ' ἔχειν ... πρὸς τὸν ΦίλιππονD.19.132
•con desagrado, con disgusto
ἐὰν δέ τις ἡμῶν τοῦτο δ. ποιῇAth.45e.
2 dificultosamente, con dificultad
τοῖσί τε προσφερομένοισι δ. ὑπακούεινresponder con dificultad a los remedios administrados Hp.Epid.3.8,
πῶς δ. οἱ τὰ χρήματα ἔχοντες εἰς τὴν βασιλείαν τοῦ θεοῦ εἰσελεύσονταιEu.Marc.10.23, cf. Vett.Val.117.6,
δυσκό[λως γὰρ ἀνοί]γεται (τὸ πανάριον)POxy.1294.10 (II/III d.C.),
δ. ... περιθεῖνPhilostr.Iun.Im.10.19,
δ. ἀνερχόμεθα εἰς τὴν πόλεινPPrincet.102.9 (IV d.C.),
ἄνθρωποι οἵτινες δ. ἔχουσιν εἰσιέναι εἰς τὴν βασιλείαν τῶν οὐρανῶνDidym.Gen.52.10.
3 dolorosamente, con sufrimiento en sent. fís.
οὐδὲ τὰ βησσόμενα δ.y las expectoraciones no son dolorosas Hp.Epid.1.3, cf. 5.
4 con mala intención, con maldad
τίς τοῦτο σῆμα δ. ἀτι[μά]σειen una tumba Inscr.Phryg.41.11 (II d.C.).
• Etimología: Quizá comp. de δυσ- y σκολος, cf. σκέλλομαι ‘secarse’, ‘endurecerse’.