δύσκαμπτος, -ον
I
σῶμαCass.Pr.61,
τὰ διὰ σκληρότητα δύσκαμπταGal.7.255.
2 fig. inflexible, rígido, invariable
αἱ στροφαίSch.Ar.Th.68D., cf. Orac.Chald.155.
II adv. -ως rígidamente
δ. ἔχεινestar rígido Aët.16.8.
σῶμαCass.Pr.61,
τὰ διὰ σκληρότητα δύσκαμπταGal.7.255.
αἱ στροφαίSch.Ar.Th.68D., cf. Orac.Chald.155.
δ. ἔχεινestar rígido Aët.16.8.