< δυσθενέω
δυσθεραπευσία >
δύσθεος
,
-ον
impío
πατήρ
A.
A
.1590,
γυνά
A.
Ch
.46, 525,
ἐκβολαί
A.
Supp
.422,
φρόνημα
A.
Ch
.191,
μίσημα
S.
El
.289.