δύσεργος, -ον
I
ὕλη op. εὔεργοςThphr.HP 5.1.1, cf. 5.5.1, 5.2.3, 3.9.3,
σίδηροςPlu.Lyc.9, de colmillos de elefante, Philostr.VA 2.13
•fig. difícil de sitiar
πόλις δυσεργοτέρα χωρίωνPlu.Nic.17.
2 de abstr. difícil, muy trabajoso
εἰσβολήPlb.28.8.3,
ἀμαθία ... θεραπείαν οὐ δύσεργον ἔχει διδασκαλίανPh.1.170, cf. 2.257,
πόλεμοςApp.Hisp.63,
τὸ παραφυλάττειν τὰς ἐξόδους δυσεργότερονI.BI 5.496,
ἔργον ... παγχάλεπον ... καὶ δύσεργονPlu.2.663e.
II en sent. act.
1 de pers. vago, desidioso
νωθρὸς καὶ δ.Plu.Alex.33
•inactivo
δύναμιςdel alma, Plu.2.431f,
στρατὸς ... δ. πρὸς ἅπανταApp.Syr.16.
2 de concr. no válido, inútil
ὁπλισμόςpara el cuerpo a cuerpo, Plu.Flam.8, cf. Tim.28,
χεῖμαpara el trabajo agrícola, Bio Fr.2.5.
III adv. -ως difícil, penosamente
κινηθῆναιPlu.Demetr.43, cf. Anthem.54.13.