< δυσβουλία
δυσβράκανος >
δύσβουλος
,
-ον
mal intencionado
,
mal aconsejado
Θῆβαι
Orac.Sib
.7.115, cf. Adam.1.6, Polem.Phgn.10
•
subst. τὰ δύσβουλα
malos consejos
,
malos acuerdos
,
Tz.Comm
.Ar.2.523.22.