δύσαρκτος, -ον
difícil de dominar
φρένεςA.Ch.1024, cf. Fr.281a.33,
ἔθνος δυσαρκτότατονApp.BC 2.149,
στρατόπεδαI.AI 4.11, cf. Plu.Luc.2, 2.779d.
φρένεςA.Ch.1024, cf. Fr.281a.33,
ἔθνος δυσαρκτότατονApp.BC 2.149,
στρατόπεδαI.AI 4.11, cf. Plu.Luc.2, 2.779d.