δόχμιος, -α, -ον
• Alolema(s): fem. -ίη Opp.H.2.109
• Morfología: [-ος, -ον Nonn.Par.Eu.Io.16.25; plu. gen. fem. -ᾶν E.Alc.575]


I 1transversal, oblicuo, sinuoso de lugares geográficos πολλὰ δ' ἄναντα κάταντα πάραντά τε δόχμιά τ' ἦλθον Il.23.116, δοχμιᾶν διὰ κλειτύων E.l.c., δοχμίαν κέλευθον ἐμβαίνων E.Alc.1000
colocado de forma oblicua πέλταν δοχμίαν πεδαίρων E.Rh.371.

2 de pers. y anim.:

a) c. verb. de estado o mov. de lado, de costado αὐτὸς ... πέσε δ. A.R.1.1169, ἐγὼ ... δ. ἔβαινον εἰς ὁδοῦ πέζαν στενήν Luc.Trag.238, de la zorra δοχμίη ἀγκλινθεῖσα Opp.l.c., de Aquiles δ. ἐγχριμφθείς batiendo de costado (las puertas), e.d., a golpes de hombro Q.S.3.28, Δηΐφοβος ... δ. ἦν AP 2.1.6 (Christod.), δόχμιον ἐν λέκτρῳ νῶτον ἐρεισαμένη AP 5.294.2 (Agath.), βοῦς ... δ. ὀκλάζων Nonn.D.1.52;

b) en cont. de ‘mirar’ de refilón, de través Ἄρης ... δ. ... ὀπιπεύων Ἀφροδίτην Nonn.D.6.242, δόχμιον ὄμμα τίταινε δι' αἰθέρος Nonn.D.25.143
neutr. como adv. de través, de refilón, de lado δόχμιά νυν κόρας διάφερ' ὀμμάτων E.Or.1261, ἑξῆς δ' ὀπαδεῖ δόχμιον Trag.Adesp.493, δόχμια γὰρ κλίνας βαιὸν κερόεντα μέτωπα Opp.C.2.470.

3 fig. oblicuo, ambiguo ἵξομαι ... οὐκέτι δόχμιον ὀμφήν Nonn.Par.Eu.Io.l.c.

II métr. docmio (ποῦς) δ. pie de formas diversas, la más simple ˘¯¯˘¯ y la más frecuente ¯˘˘¯˘¯ Choerob.in Heph.219, dochmius (pes) Cic.Orat.218, Quint.Inst.9.4.79, ῥυθμός Aristid.Quint.37.17, Bacch.Harm.100.