δόρκων, -ωνος, ὁ
1 zool. gacela o corzo LXX Ca.2.17, Ar.Byz.Epit.3.15, Ath.397a, Phys.A 125.2, PStras.745.3 (II d.C.), PYoutie 55.20 (III d.C.).
2 un tipo de embarcación
ποιῆσαι τοιάνδε ναῦν, οἷον ἢ δόρκωνα ἢ λύχνονDauid Prol.22.2.
ποιῆσαι τοιάνδε ναῦν, οἷον ἢ δόρκωνα ἢ λύχνονDauid Prol.22.2.