δόξασμα, -ματος, τό
1 creencia, opinión
τὰ ἀνθρώπινα δοξάσματαHeraclit.B 70, cf. Pl.Phdr.274c,
ὁποῖα τούτων τῶν δοξασμάτων ἀληθῆ;Pl.Tht.158e, cf. Plt.260b,
τῷ αὐτῷ ὑπὸ ἁπάντων ἰδίᾳ δοξάσματιcon la misma opinión guardada individualmente por todos Th.1.141,
οἳ κενῶν δοξασμάτων πλήρεις πλανᾶσθεE.El.383, cf. Fr.495.42, Iambl.Protr.21,
οὐκ ἀξίων λόγου δοξασμάτωνIambl.Myst.1.1.
2 gloria
δέδωκα ... σωτηρίαν τῷ Ισραηλ εἰς δ.LXX Is.46.13, cf. La.2.1.