< Δόννος
Δόνουσα >
δόνος
,
-ου, ὁ
sent. dud., quizá
agitación
Hdn.Gr.1.177,
κεδνόν· κεδνός ἀπὸ τοῦ κενὸς δόνου
Sch.A.
Th
.407c.