δόναξ, -ᾰκος, ὁ
• Alolema(s): δούναξ AP 7.702 (Apollonid.), 6.296 (Leon.); δώναξ Theoc.20.29
I bot.
1 caña, Arundo donax L.
συμμάρψας δόνακαςIl.10.467, cf. Od.14.474,
στεφανωσάμε[ναι] ... δόνακοςB.13.92,
δονάκων εἰς βένθος ἀμαυρόνref. a la entrada de los infiernos, A.Fr.273a.6, cf. Hermesian.7.6,
ἀμφὶ δόνακος ἔρνεσινE.Hel.183,
τὸν ὑδρόεντι δόνακι χλωρόν ΕὐρώτανE.Hel.349,
διανισόμενον χαλκοῦ θαμὰ καὶ δονάκωνref. a la flauta inventada por Atenea, Pi.P.12.25,
σύριγγος ὅπως πνοὰ λεπτοῦ δόνακοςE.Or.146, cf. Thphr.HP 4.11.11,
στέφει ἑαυτὸν δόναξινAeschin.Ep.10.4,
ἡ μὲν φθέγγεται, καθιζάνουσα ἐπὶ τῶν δονάκωνde un ave palustre, Arist.HA 593b10, cf. 616b15,
ἐκ δονάκων ἀνεπάλμενοςA.R.2.825, cf. 3.6,
ἐν δονάκεσσι θαμίζωνNic.Al.578,
ἐς δόνακας κρύπτεταιLongus 2.34.2, cf. Philostr.Her.76.2, VA 3.5, Lib.Or.18.235, Him.12.31, Gr.Naz.M.35.417B, 1229C.
2 tallo de la caña
δόνακες καλάμοιοh.Merc.47.
3 cañaveral
ἕλειον δ.A.Pers.494,
τῷ δόνακι κρύπτωνApp.BC 3.66, cf. 67.
II objetos hechos de caña
1 astil de una flecha
ἐκλάσθη δὲ δ.Il.11.584,
ἐκπρῖσαι δὲ τοῦ δόνακος ... τὸ προῦχονPlu.2.345a,
πτηνὸς ἐς ἀθανάτους ἥρπασεν ὦκα δ.D.L.1.103.
2 caramillo
ὀτοβεῖ δ.A.Pr.574,
ἁδὺ δέ μοι τὸ μέλισμα ... κἢν δώνακιTheoc.20.29,
χορὸν εὐκελάδων δονάκωνColluth.124, cf. El Kanaïs 8.6 (II a.C.), Nonn.D.1.41, 435.
3 caña para usarla como puente de la lira
δόνακος, ὃν ὑπολύριον ἔνυδρον ἐν λίμναις τρέφωAr.Ra.232, de pescar
ἄγρη δούνακος ... ἐκ τριχός ἑλκομένηpesca sacada por el sedal de la caña, AP 7.702 (Apollonid.), cf. Opp.H.3.152, 468, C.1.57, AP 6.28 (Iul.Aegypt.), 27 (Theaet.Schol.), para cazar aves
δούνακας ἀντυκτῆραςAP 6.296 (Leon.), cf. Opp.C.1.66, 3.488.
III zool., molusco bivalvo navaja
οἱ δὲ σωλῆνες μὲν πρός τινων καλούμενοι, πρός τινων δὲ αὐλοὶ καὶ δόνακες καὶ ὄνυχεςDiph.Siph. en Ath.90d, cf. Plin.HN 32.103, 151.
• Etimología: Etim. dud.: la rel. c. δονέω puede ser etim. pop.; si se acepta la rel. c. let. duonis ‘caña’, δῶναξ sería la forma originaria, pero ésta se considera falso dialectalismo poét. Un origen ‘egeo’ es indemostrable.