< δομήιος
δόμησις >
δόμημα
,
-ματος, τό
construcción
,
estructura
τὸ μέγεθος ... τοῦ δομήματος
I.
BI
5.189, cf. Eus.
HE
10.4.43,
sinón. de κτίσμα
Hdn.
Epim
.23.10.