< διφυσίτης
δίφωνος >
δίφυσος
,
-ον
de dos naturalezas
(ἰχθυοφάγοι ὄρνιθες) δίφυσοι γὰρ ὄντες ἀκάθαρτοι κρίνονται
Ephr.Syr.3.184C.