< δίφυιος
διφυσίτης >
δίφυλλος
,
-ον
de dos hojas
de los racimos de la pimienta
con dos valvas
u
hollejos
ἕκαστος βότρυς δίφυλλον ἔχει σκέπον
Cosm.Ind.
Top
.11.10.