< δίσχιστος
δῐσώμᾰτος >
δίσχοινος
,
-ον
que mide dos esquenos
ὁ γύας δ. τὸ εὖρος
IGDS
126.3 (Camarina II a.C.),
χώρα δ. κύκλῳ
Str.12.3.34.