δίστοιχος, -ον
dispuesto en dos filas
ἄπεστι τῶνδε διστοίχω[νprob. de coros, A.Fr.78c.38,
ὀδόντεςArist.HA 501a24, cf. AP 16.265,
(βράγχια)Arist.HA 505a16,
τῶν μὲν κριθῶν αἱ μὲν δίστοιχοιThphr.HP 8.4.2,
ὑπερτόναια ... δίστοιχαdinteles de dos hiladas, IG 22.1668.32 (IV a.C.).