< Δίσκος
δισκούσσωρ >
δίσκουρα
,
-ων, τά
• Alolema(s):
δισκούρια
Hsch.
tiro de disco
ἐς δ.
tanto como un tiro de disco
,
Il
.23.523, cf. Apollon.
Lex
.986, Hsch.