< δισευποσιάρχης
δίσζω >
δίσεφθος
,
-ον
cocido dos veces
φακός
Archig.23.19B.,
κράμβη
Gal.6.461, 632, cf. 653, Paul.Aeg.1.76,
πνεύμων ἐρίφειος
Aët.9.30 (p.343).