δίπολος, -ον
• Prosodia: [-ῐ-]
1 doble A.Fr.209.
2 arado dos veces
τὴν (γῆν) ... δὶς ἠροσμένην δίπολον ... καλοῦσιProcl.ad Hes.Op.460, cf. Poll.1.222.
τὴν (γῆν) ... δὶς ἠροσμένην δίπολον ... καλοῦσιProcl.ad Hes.Op.460, cf. Poll.1.222.