< δίπλωσις
διπόδης >
δίπνοος
,
-ον
• Alolema(s):
-νοιος
Hsch.
de dos orificios respiratorios
Hp. en Gal.19.93 (erróneamente escrito δίπνος por δίπνοα), cf.
δίπνοια τρώματα· εἰς κενὰ τραύματα
Hsch.