δίμυξος, -ον
• Prosodia: [-ῐ-]
de dos mechas o pábilos
οἱ δίμυξοι τῶν λύχνωνPhilonid.3, cf. Pl.Com.90, Metag.13,
λύχνος χαλκοῦς δ.CIG 3071.9 (Teos II a.C.),
λύχνοι τρίμυξοι ... καὶ δίμυξοιID 1417B.2.62 (II a.C.), cf. 1442A.80 (II a.C.),
λύχνος χάλκειος δ. κρεμαστόςIEphesos 1202.10 (III d.C.).