δίμετρον, -ου, τό
1 doble medida
δ. κριθῶνLXX 4Re.7.1, 16, cf. Basil.M.29.340C.
2 métr. dímetro
ἃ μὲν αὐτῶν (μέτρων)Aristid.Quint.46.16, cf. 47.8, An.Ox.3.318,
καταληκτικὸν ... δ. τὸ καλούμενον ἈνακρεόντειονHeph.5.3,
τροχαϊκὸν δ.Sch.Pi.O.1T.,
ἰωνικὸν δ. ἀκατάληκτονSch.Pi.O.4T.