δίλωρος, -ον


lat. diloris, de doble hebra en la urdimbre στιχάρια δίλωρα para uso milit. BGU 620.9 (III d.C.), στιχάρια ἐρεᾶ δίλωρα SB 9305.7 (IV d.C.)
subst. τὸ δ. SB 11075.9 (V d.C.).