< διλοππισμός
διλοχία >
δίλοφος
,
-ον
• Prosodia:
[-ῐ-]
de doble cresta
πέτρα
del Parnaso
, S.
Ant
.1126,
ἀλέκτωρ
PMag
.12.311, cf. Mart.Cap.2.177.