< δικίων
δίκλεις >
δίκλαρος
,
-ον
que equivale
o
vale dos lotes
ἐλαιοκόμιον δίκλαρον
terreno dedicado a olivar equivalente a dos lotes
,
IGDS
196.1.69 (Haleso II a.C.), cf. δικληρία.