< δίθρονος
διθυμία >
δίθροος
,
-ον
1
de doble sonido
αὐλός
Nonn.
D
.1.40, 10.379.
2
del sonido
doble
δ. ἁρμονίη ... αὐλοῦ
Nonn.
D
.15.59, cf. 41.374.