δίζημαι
• Alolema(s): dór. διζᾱμαι Pi.Fr.51a.4, lesb. δίσδημαι Hsch., cret. δίτταμαι Hsch.s.u. διττάμενον
1 buscar c. ac. de animados o n. concr.
Πάνδαρον ἀντίθεον ..., εἴ που ἐφεύροιIl.4.88, 5.168,
ἄλλουςOd.16.239,
ἄτεκνον ἔριθονHes.Op.603,
σεAnacr.15,
ἐμεωυτόνHeraclit.B 101,
νεκρόμαντιν πέμπελονLyc.682,
κερδαλέην ἈπάτηνNonn.D.8.113,
φῶτα ... ταλακάρδιονOrph.L.84,
βοῦς ... πάσας θηλείαςh.Merc.191,
πώλυπονSimon.9,
γύην ... πρίνινονHes.Op.428,
μυχούςPi.l.c.,
πατρίδαOrác. en Paus.10.24.2,
ῥόον ὕδατοςCall.Iou.16, cf. A.R.1.1208
•c. instrum.
δώροις ... γυναῖκαHes.Fr.43a.77
•c. ac. de abstr. buscarse, tratar de conseguir
νόστονOd.11.100,
βιοτήνPhoc.9,
τὸ μὴ γενέσθαι δυνατόνSimon.37.22,
λύσιν πενίηςThgn.180,
κέρδοςThgn.403,
τἀγαθάDemocr.B 108,
τιν' ἀμβολίην ... δηιοτῆτοςA.R.4.396
•c. dat. de pers.
νόστον ἑταίροισινOd.23.253, c. instrum.
ἐέδνοισιν διζήμενοςtratando de conseguir (la boda con Penélope) por medio de regalos, Od.16.391.
2 como operación intelectual tratar de interpretar
τὸ μαντήιονHdt.7.142
•querer saber, indagar
τίνα γὰρ γένναν διζήσεαι αὐτοῦParm.B 8.6,
μανίης ... αἰτίηνHp.Ep.17.9
•c. interr. preguntar, preguntarse
ἐπ' ᾧ ἂν μάλιστα τὴν ψυχὴν ἀσηθείη ἀπολομένῳHdt.3.41,
εἴ τις ...Hdt.4.151, cf. Orác. en IM 17.19,
ὅτινι θνατῶνTheoc.16.68,
ὅστιςOrác. en Luc.Alex.50,
οὔνομα ὅστις ἐγὼ μὴ δίζεοIG 22.3811.5 (III d.C.).
3 c. inf. pretender, desear
ἔμμεναι ἐσθλόνPhoc.13,
τὰ φεύγοντα ... κιχεῖνB.1.177,
βίαια ... λαβεῖνA.Supp.821,
πλέον τι ... ἔχεινHdt.2.147, cf. 7.103,
πολέμοιο τέλος ... εὑρεῖνTriph.525.
• Etimología: De *di-di̯ā- < *-di̯eH2-, prob. de la misma r. de que deriva δίεμαι q.u.; cf. ai. dīyati ‘volar’.