δίεφθος, -ον


1 que da dos hervores, bien hervido o cocido ῥυφήματα Hp.Aff.40, cf. Dieuch.14.4, Dsc.2.120, Orib.4.8.8, ἀκροκώλια Pherecr.113.14, Telecl.51, Philox.Leuc.(b) 30, Poll.6.52, φακός Vit.Aesop.G 41
fig., de pers. ἐκ τοῦ βαλανείου γὰρ δ. ἔρχομαι Pherecr.75.1.

2 consumido por el calor la estrella de mar οὕτω θερμός ἐστι ... ὥσθ' ὅ τι ἂν λάβῃ, παραχρῆμα ἐξαιρούμενον δίεφθον εἶναι Arist.HA 548a8, cf. Antig.Mir.82.