< δίγαμμα
δίγᾰμος >
δίγαμμον
,
-ου, τό
• Alolema(s):
δίγαμμος
, ἡ Ter.Maur.162, 645
la letra
digamma
,
aeolicum digammon
Quint.
Inst
.1.4.8, cf. Ter.Maur.ll.cc.