< διαιθριάζω
διαιθύσσω >
δίαιθρος
,
-ον
claro
,
límpido
ἐξ ἀνεφέλου καὶ διαίθρου τοῦ περιέχοντος
del espacio sin nubes y límpido
Plu.
Sull
.7, cf. Hsch.
δ
1038.