δέσμα, -ματος, τό
1 lazo, atadura
σιδήρεα δέσματαOd.1.204, cf. 8.278.
2 lazo, cinta para el pelo
ἀπὸ κρατὸς βάλε δέσματα σιγαλόενταIl.22.468.
3 haz
χόρτουStud.Pal.20.85ue.1.27 (imper.) en BL 8.467.
σιδήρεα δέσματαOd.1.204, cf. 8.278.
ἀπὸ κρατὸς βάλε δέσματα σιγαλόενταIl.22.468.
χόρτουStud.Pal.20.85ue.1.27 (imper.) en BL 8.467.