δέργμα, -ματος, τό
1 mirada penetrante
κυάνεον ... φονίου δράκοντοςA.Pers.82, cf. Orph.L.339,
τοκάδος δ. λεαίνηςE.Med.187.
2 plu. ojos de mirada penetrante
δεργμάτων κόραιE.Ph.660, cf. 870, Hec.1265, Hipp.1217.
κυάνεον ... φονίου δράκοντοςA.Pers.82, cf. Orph.L.339,
τοκάδος δ. λεαίνηςE.Med.187.
δεργμάτων κόραιE.Ph.660, cf. 870, Hec.1265, Hipp.1217.