< δενδρών
δενδρώτης >
δένδρωσις
,
-εως, ἡ
crecimiento para convertirse en árbol
ἡ δὲ Φωκὶς κολουομένη βελτίων πρὸς δένδρωσιν, οὐ εὐκαρπίαν
Thphr.
CP
2.15.5.