δάσυμα, -ματος, τό
medic. aspereza, rugosidad de los párpados, a veces como sinón. de tracoma
τραχώματα, ἅπερ καὶ δασύματα πρός τινων κέκληταιSeuer. en Aët.7.45, de un fármaco
λεπτύνει ... τὰ βλέφαρα καὶ τὰ τούτων δασύματα καὶ τραχώματα ἐξομαλίζειAët.7.104.