< δασστήρ
Δαστάμας >
δάσσω
dividir
,
separar
,
repartir
ἀνώμαλα δάσσειν
SHell
.1068, cf.
EM
249.39G.
• Etimología:
De *δατ
i̯
ω, cf. δατέομαι.