< Δασμένδα
δασμηφορέω >
δάσμευσις
,
-εως, ἡ
distribución
,
división
ταῦτα δὲ καταθέμενος ὡς ἐπὶ δάσμευσιν ἐθύετο
X.
An
.7.1.37, cf. Hsch.