< δασκάζει·
δάσκιος >
δάσκιλλος
,
-ου, ὁ
ict., n. de un
pez
ὁ δὲ δ. (τρέφεται) τῷ βορβόρῳ καὶ κόπρῳ
Arist.
HA
591
a
14.
• Etimología:
Cf. δάσκιος, c. -λλ- de origen prob. familiar.