< Δάρσιοι
δάρτης >
δάρσις
,
-εως, ἡ
medic.
desgarramiento
de tejidos
ὁ γὰρ ὑμὴν τῶν ὑποκειμένων σωμάτων ἑαυτῷ ἀπολύεται κατὰ δάρσιν
Herophil.72, cf. Gal.2.483, 13.599.